- σαβόρι
- και σαβόρο και σαβόρε, το, Νάκλ.1. ξινό παρασκεύασμα που περιέχει λάδι, ξίδι, σκόρδο, αλεύρι και δεντρολίβανο και χρησιμεύει για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών2. φρ. «ψάρια σαβόρε» — ψάρια μαρινάτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. savore < λατ. sapor, -oris «γεύση, χυλός»)].
Dictionary of Greek. 2013.